δωροδοκήσει

δωροδοκήσει
δωροδοκέω
accept as a present
aor subj act 3rd sg (epic)
δωροδοκέω
accept as a present
fut ind mid 2nd sg
δωροδοκέω
accept as a present
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αμφίλοχος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αμφιάραου και της Εριφύλης, αδελφός του Αλκμέωνα. Έλαβε μέρος στον πόλεμο των Επιγόνων εναντίον της Θήβας, μετά από παρότρυνση της μητέρας του, την οποία είχε δωροδοκήσει με τον πέπλο της Αρμονίας ο γιος του Πολυνείκη …   Dictionary of Greek

  • Ζέρβας — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από το Σούλι. 1. Αθανάσιος. Οπλαρχηγός, ο οποίος πολέμησε στο πλευρό του Μάρκου Μπότσαρη και το 1824 πήρε τον βαθμό του χιλίαρχου. Πολέμησε στην άμυνα του Μεσολογγίου το 1825, όπου και τραυματίστηκε κατά… …   Dictionary of Greek

  • δωροδόκημα — το ό,τι δίνει κανείς για να δωροδοκήσει ή παίρνει για να δωροδοκηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”